24.2.09

ΑΚΙΝΗΣΙΑ

Με την πλάτη στο κρεβάτι...
μετρούσα χρόνια.
Σταγόνες από δάκρυα κυλούσαν ως τ' αυτιά μου.
Έλιωναν χιόνια.
Προσευχές σιγοψιθύριζα...
αναμνήσεων θρύψαλα...
τα ίδια λόγια.

Με τα μάτια στο ταβάνι καρφωμένα...
κινούσα πιόνια.
Ο βήχας μου βαρύς ζητούσε εκδίκηση.
Φίμωνε στόματα.
Έπνιγε πτώματα.
Ανηλεής βασανιστής.
Θόλωνε φώτα.

Τα βρεγμένα βιολιά της βροχής
σιγοτρίζοντας... έπαιζαν.
Πνίγαν’ ανάσες.
Έφτιαχναν κάσες.

Με το σώμα τεντωμένο και τα χέρια ξύλινος Σταυρός,
τον πυρετό άφησα να μ' ονειρεύεται.
Καρφιά από ιδρώτα στα μαύρα σεντόνια.
Μετρούσα χρόνια.
Ξυπόλητος σερνόμουν σε συννεφένια χιόνια.
Προσπάθησα ν' αγγίξω τον ήλιο ή το φεγγάρι.
Το φως προσπάθησα ν' αγγίξω.
Το φως.
Δε μπορούσα να ξεχωρίσω.
Δυνατό φως.
Τυφλώθηκα.
Τα δάκρυά μου πέτρωσαν.
Ο βήχας μου πνίγηκε.

Τα βρεγμένα βιολιά της βροχής
σιγοτρίζοντας... έπαιζαν.
Πνίγαν’ ανάσες.
Έφτιαχναν κάσες.

Στ' άσπρα σεντόνια
καρφιά από ιδρωμένα χιόνια.
Άκουσα λόγια.
Μέτρησα χρόνια.

Πίνακας: "Camille Monet" by Claude Monet

8.2.09

ΕΛΕΑΝΟΡ

Στη Ρυέλ των Κοκκιγιάρ, μαχαίρωσα μια πόρνη.
Ελεανόρ!
Έλεος!
Ποιος δίχασε τον ποιητή απ' το μονάκριβό του γιο;
Ελεανόρ!
Άσπρο το ρόδο. Μαύρες τελείες συναντώ. Ζάρι!
Ελεανόρ!
Το αίμα σου δε βλέπω.
Κόκκινο παραγγέλνω. Κρασί των Στεναγμών.
Ελεανόρ!
Μες στο μανίκι μου, κρυφή μορφή. Δεκαεφτά χρονών.
Καρδιά μου, Ντάμα κούπα! Δίχασες πνεύμα κι αίμα!
Στίχο να σε χωρέσει δε θα βρω.
Ελεανόρ!
Μες στα σομόν σατέν σου αναπνέω.
Τα τυρκουάζ στολίδια σου κοιτώ.
Λευκές δαντέλες με μαύρα κρέπια προσκυνώ. Ζάρι!
Ελεανόρ!
Στης μοίρας τον αργό χορό,
άγρυπνος, διψασμένος, τάματα φορτωμένος,
σέρνομαι...
Διχασμένος.
Στον τόπο σου ξαναγυρνώ. Μες στο ζεστό κορμί σου.
Γλυκά αγγίζω το φιλί σου.
Ελεανόρ!
Δίχασες πνεύμα κι αίμα!
Αργά ξεδένω τις κλωστές που δένουν ντύματα στη γύμνια.
Λευκές κορδέλες λύνονται σαν τα κατάμαυρα μαλλιά σου αφήνονται. Ζάρι!
Ελεανόρ!
Το στήθος σου γυμνό, του ανέμου ψιθυρίζει... Τον δίχασες κι αυτόν!
Το αίμα σου δε βλέπω.
Κόκκινο παραγγέλνω. Κόκκινο! Θα σε πιω.
Το άρωμά σου γεύομαι. Μεθάω. Σ' ονειρεύομαι.
Στα τυρκουάζ στολίδια σου κεντώ... βυθούς που μείναν’ διψασμένοι,
αιώνες ξεχασμένοι.
Ελεανόρ!
Σε βρήκα!
Ο δολοφόνος είναι εδώ.
Άσπρο το δέρμα σου. Μαύρα τα νύχια του. Ζάρι!
Ελεανόρ!
Σε βρήκα!
Μεταξωτά υφάσματα, λεπτά, αέρινα... με τ' άρωμά σου με υπνωτίζουνε...
Ελεανόρ!
Γλυκιά μου πόρνη!
Γλυκά με σφίγγουνε...
Ελεανόρ!
Σε βρήκα!
Συγχώρεσέ με που άργησα. Μαζί σου θα 'μαι πάντα ζωντανός.
Και διχασμένος!
Συγγενής.
Ποιητής.
Ελεανόρ!
Πίνω στο φόνο σου!
Ορφανή μου! Μικρή μου πόρνη! Χαριτωμένη Ελεανόρ!
Πίνω σε σένα...
και σου ξεσκίζω με μανία κάθε σου φλέβα, αρτηρία...
Άσπρο το σχήμα της καρδιάς. Μαύρο το αίμα της. Ζάρι!
Νίβομαι...
και συνεχίζω να ξεσκίζω τη θεϊκή σάπια κοιλιά...
Θα σ' απαλλάξω κι από μήτρα. Τώρα! Πριν είναι αργά!
Μην κλαις μικρούλα! Μη φοβάσαι!
Ο δολοφόνος είναι εδώ.
Ρίχνει το ζάρι από μέσα...
Ο δολοφόνος μένει μέσα.
Γλυκιά μου Ελεανόρ!
Στο είπα!
Δέθηκα με την Ντάμα κούπα.
Άνεμος γίνομαι. Ρήγας σπαθί.
Εκδικητής.
Ελεανόρ!
Προσκυνητής.
Στο είπα!
Θέλω να μείνω ποιητής. Δε θέλω άλλους συγγενείς!

Πίνακας: "A beggar woman" by Hugues Merle